οπλιτοδρόμος

οπλιτοδρόμος
ὁπλιτοδρόμος, -ον (Α)
αυτός που μετέχει σε οπλιτοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ολυμπιο-δρόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὁπλιτοδρόμος — running a race in armour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιτοδρόμον — ὁπλιτοδρόμος running a race in armour masc/fem acc sg ὁπλιτοδρόμος running a race in armour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιτοδρόμου — ὁπλιτοδρόμος running a race in armour masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιτοδρόμῳ — ὁπλιτοδρόμος running a race in armour masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλιτοδρομία — ὁπλιτοδρομία, ἡ (Α) [οπλιτοδρόμος] αγώνας δρόμου οπλισμένων ανδρών, τον οποίο περιέλαβαν στα Ολύμπια το 520 περίπου π.Χ., αλλ. οπλίτης δρόμος …   Dictionary of Greek

  • οπλιτοδρομώ — ὁπλιτοδρομῶ, έω (Α) [οπλιτοδρόμος] μετέχω σε αγώνα δρόμου φορώντας την πανοπλία μου, εκτελώ οπλίτοδρομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”